Ἀραβία

Ἀραβία
Ἀρᾰβ-ία, ,
A Arabia, Hdt.2.8, etc. (also, = κόσμος γυναικός, Hsch.): poet. [full] Ἀρραβία Theoc.17.86:—Adj. [full] Ἀράβιος, α, ον, Arabian,

οἱ Ἀ. Hdt.1.198

, al.:—also [full] Ἀραβικός, ή, όν

, χάραγμα PGen.29.8

(ii A. D.), Plu.Ant.69, Hsch.:—later [full] Ἄραβες (v. Ἄραψ):—pecul. fem. [full] Ἀραβίς, ίδος, Them.Or.34.56: [full] Ἀράβισσα, St.Byz.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀραβία — Ἀραβίᾱ , Ἀράβιος Arabia fem nom/voc/acc dual Ἀραβίᾱ , Ἀράβιος Arabia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀραβίᾱ , Ἀραβία Arabia fem nom/voc/acc dual Ἀραβίᾱ , Ἀραβία Arabia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀραβίᾳ — Ἀραβίᾱͅ , Ἀράβιος Arabia fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀραβίαι , Ἀραβία Arabia fem nom/voc pl Ἀραβίᾱͅ , Ἀραβία Arabia fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αραβία, Σαουδική — Βλ. λ. Σαουδική Αραβία …   Dictionary of Greek

  • Αραβία — Μυθολογικό πρόσωπο, σύζυγος του Αιγύπτου, μητέρα 50 εξαδέλφων και συζύγων των Δαναΐδων …   Dictionary of Greek

  • Αραβία — η χώρα στη ΝΔ Ασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀράβια — Ἀράβιος Arabia neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευδαίμων Αραβία — Παλαιότερη ονομασία της Υεμένης (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Πετραία Αραβία — Παλαιότερη ονομασία της βορειοδυτικής Αραβίας. Πήρε το όνομά της από την πρωτεύουσα του βασιλείου των Ναβαταίων Πέτρα ή Πέτραι. Αρχικά ήταν αποικία των Μιδιανιτών αλλά έφτασε σε μεγάλη ακμή με τους Ναβαταίους. Στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων …   Dictionary of Greek

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Ἀραβίας — Ἀραβίᾱς , Ἀράβιος Arabia fem acc pl Ἀραβίᾱς , Ἀράβιος Arabia fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀραβίᾱς , Ἀραβία Arabia fem acc pl Ἀραβίᾱς , Ἀραβία Arabia fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀραβίαι — Ἀραβίᾱͅ , Ἀράβιος Arabia fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀραβία Arabia fem nom/voc pl Ἀραβίᾱͅ , Ἀραβία Arabia fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”